Το γεφύρι του Τσακνοχωρίου είναι κτισμένο στο ποτάμι Πραμόρτσα, παραπόταμο του Αλιάκμονα, ενάμισυ περίπου χιλιόμετρο νοτιοανατολικά του χωριού Ανθοχώρι Βοΐου (παλιά ονομασία Τσακνοχώρι), ανάμεσα σ' αυτό και τα χωριά Φυτώκι, Παρόχθιο και Κληματάκι, σχεδόν στα σύνορα των νομών Κοζάνης και Γρεβενών. Το γεφύρι είναι κτισμένο στον παλιό χωματόδρομο Τσοτυλίου-Γρεβενών κι εξυπηρετούσε την επικοινωνία ανάμεσα στις δύο κωμοπόλεις. Συνέδεε, επίσης, τα χωριά των Γρεβενών με το εμπορικό κέντρο του Τσοτυλίου. Ακόμη, από κει περνούσαν στο παρελθόν τα κοπάδια με τα γιδοπρόβατα του Βοΐου, κατευθυνόμενα προς τα χειμαδιά της Θεσσαλίας. Εκτείνεται σε διεύθυνση από βορρά προς νότο, σε μήκος 49 μέτρων είναι το μεγαλύτερο σε μήκος γεφύρι της επαρχίας Βοΐου. Το πλάτος του είναι σχετικά μικρό, 2,70 μ., μόλις που χωράει να διασταυρωθούν δύο φορτωμένα υποζύγια. Το γεφύρι έχει τέσσερα τόξα. Το πρώτο, από βορρά, είναι το μεγαλύτερο, με ύψος 9 μ. και άνοιγμα 15 μ. Τα τρία άλλα πολύ μικρότερα, στηρίζονται σε βάθρα ίσου πλάτους. Από βορρά προς νότο, εξετάζοντας τα βάθρα, παρατηρούμε ότι το πρώτο ακρόβαθρο, στηρίζεται στο βραχώδες, σχεδόν κατακόρυφο πρανές της βόρειας όχθης· το δεύτερο βάθρο έχει στη βάση του και από τις δύο όψεις του γεφυριού, προεξοχή τριγωνικής διατομής, που προστατεύει το βάθρο από τις πιέσεις του νερού. Στο τέταρτο βάθρο και στο πέμπτο (και τελευταίο) ακρόβαθρο, υπάρχουν ανακουφιστικές οπές με επίπεδη βάση και τοξωτή οροφή. Η τελευταία, προς το νότο, καμάρα και το τελευταίο βάθρο έχουν, εν μέρει, καλυφθεί από προσχώσεις του ποταμού. Οι προσχώσεις αυτές, τείνουν να κατευθύνουν τη ροή του νερού αποκλειστικά κάτω από τη μεσαία καμάρα, όπου έχουμε και συνεχή ροή καθ' όλο το έτος. Οι άλλες καμάρες γεμίζουν νερό μόνο την άνοιξη και σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Για το ιστορικό της κατασκευής του γεφυριού, διαβάζουμε σε τοπική εφημερίδα των χωριών της περιοχής τα εξής: "Κανένας δεν ξέρει την ακριβή χρονολογία που κτίστηκε ούτε τον "κάλφα", ούτε το χρηματοδότη που το έκτισαν. Είναι γνωστό ότι οι προπαππούδες των σημερινών κατοίκων του Κληματακίου εγκαταστάθηκαν στο Κληματάκι μετά τα Ορλωφικά (1770 -1780 περίπου). Το γιοφύρι το βρήκαν χτισμένο. Ρωτήθηκαν γέροντες που και εκείνοι είχαν ρωτήσει τους παππούδες τους για το πότε, πώς και από ποιόν χτίστηκε το γιοφύρι. Οι μαρτυρίες φτάνουν περίπου στα 1770-1780 χωρίς όμως να δίνεται απάντηση. Όλοι μαρτυρούν έναν μύθο: Ήτανε-λέει-ένας βλάχος, τσέλιγκας τρανός από τα ορεινά της Πίνδου. Ο τσέλιγκας αυτός - φθινόπωρο λέει καιρός - κατέβαινε με το κοπάδι του, τους βοσκούς του, τα σκυλιά, τα "πράματα" και τα σέα του να πάει στο χειμαδιό. Περνώντας από τα χωριά μας, το ποτάμι έκανε απότομη "κατεβασιά" και έπνιξε τη μονάκριβη τον κόρη. Ο τσέλιγκας έκλαψε πολύ. θεώ-ρησε το χαμό της κόρης, του σημάδι του θεού, γιατί είχε πολύ βίος και τάχα ο θεός δεν συγχωρούσε το ταμάχι (σ.σ. πλεονεξία) του. Είδε και στον ύπνο του έναν άγγελο με κάπα και κλούτσα (σ.σ. γκλίτσα των βοσκών), που τον πρόσταξε να χτίσει γιοφύρι εκεί που πνίγηκε η μοναχοκόρη του. Αποφάσισε λοιπόν και φώναξε καλφάδες και μαστόρους και έχτισαν το γιοφύρι. 'Είναι αλήθεια ότι κανένας δεν ξέρει πόσο κοντά είναι ο μύθος στην πραγματικότητα". Το γεφύρι επισκευάστηκε στα 1937, οπότε επιχρίστηκαν με τσιμεντοκονίαμα οι αρμοί του. Οι πολλές φθορές του, ανάγκασαν την κοινότητα Ανθοχωρίου να ζητήσει από τις αρμόδιες υπηρεσίες την προστασία του γεφυριού. Επί προεδρίας Δημ. Δολαπτσόπουλου (1974-1982) το γεφύρι κρίθηκε διατηρητέο μνημείο και δόθηκαν 500.000 δρχ. για την επισκευή του. Τότε ξανακτίστηκε το οδόστρωμα με πέτρινο καλντερίμι και τα στηθαία του (τα "κοθώρια" όπως τα αποκαλούν οι ντόπιοι) με πέτρες σχήματος ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου, κατά τρόπο, ώστε η επισκευή να μη θίγει την παραδοσιακή τεχνοτροπια του. Γραπτή μαρτυρία , γία την ύπαρξη του γεφυριού αποτελεί το βιβλίο "Οδοιπορικοί σημειώσεις Μακεδονίας" του Νικ. Σχινά(1886), ο οποίος αναφέρει γεφύρι μεταξύ των χωριών Αγ. Γεώργιος, Κληματάκι, Λείψι από νότο και Λουκόμι από βορρά: "... κλάδου κατερχομένου εκ του χωρίου Λίψι, παρέρχεται των δεξιόθεν χωρίωνΔοβρούνιστα (παρ' ώ και λίθινη γέφυρα) και Κρίφτσι..." Η Δοβρούνιστα είναι το σημερινό Κληματάκι και το Κρίφτσι η Κιβωτός. Στην ίδια σελίδα, λίγο πιο κάτω γράφει: "Επί του ποταμού τούτον υπάρχουσι και,έτεραι δύο γέφυραι, η μεν επί της οδού, η δε επί της συγκοινωνίας των χωρίων Τσούρχλι (σημ. Αγ. Γεώργιος) και Λουκόμ". Προφανώς και στα δύο χωρία ο συγγραφέας αναφέρεται στο ίδιο γεφύρι, που συνδέει το Ανθοχώρι με τα χωριά Κληματάκι, Αγ. Γεώργιο, Λείψι, Κιβωτό. Έτσι είναι βέβαιο, ότι το γεφύρι προϋπήρχε του 1886, επιβεβαιώνοντας την τοπική προφορική παράδοση.
ΓΕΦΥΡΙ ΜΟΡΦΗΣ
Στην περιοχή Μπαλτώνικος - Λάκκος, σε υψόμετρο 800 μ., 2 χλμ. ανατολικά του οικισμού της Μόρφης, στην Επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης, υπάρχει το τρίτοξο λιθόκτιστο γεφύρι, που επιτρέπει τη διάβαση του Πραμόριτσα, παραπόταμου του Αλιάκμονα. Η γέφυρα έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο μνημείο με Υπουργική Απόφαση το 1995. Η κατασκευή της, σύμφωνα με μορφολογικά και κατασκευαστικά της στοιχεία, τοποθετείται στα τέλη του 18ου, με αρχές 19ου αι.
Ο σκληρός ανοιχτογκρίζος ασβεστόλιθος που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή της εικάζεται ότι αποσπάστηκε από τον παρακείμενο βράχο. Αποτελείται από δύο συνεχή ισομεγέθη τόξα και ένα μικρότερο προς το νότο. Η κατασκευή αυτή προσδίδει στη διάβαση, που έχει μήκος 26 μ. και πλάτος 2,50 μ., κλίση ανηφορική από το νότο προς το βορρά. Η γέφυρα θεμελιώνεται στο νότιο άκρο της πάνω σε σκληρό έδαφος και στο βόρειο πάνω στο βράχο που υψώνεται απότομα στο σημείο αυτό αφήνοντας ένα στενό μονοπάτι προς το Βορρά. Για την ομαλή συνέχεια της κίνησης, ο κατά μήκος άξονας της γέφυρας στο βόρειο τμήμα της καμπυλώνεται στρίβοντας ανατολικά και δημιουργεί αμβλεία γωνία. Ενδιάμεσα τα τόξα στηρίζονται πάνω σε δύο βάθρα, τα οποία υψώνονται μέσα στη κοίτη του ποταμού. Τα βάθρα φέρουν νεροκόφτες από ορθογώνιους λίθους και από τις δύο πλευρές. Πάνω από το ένα βάθρο, μεταξύ των δύο μεγαλύτερων τόξων, υπάρχει ανακουφιστικό άνοιγμα.
Η δόμηση των τόξων γίνεται σε δύο επάλληλες σειρές με μεγάλους ορθογώνιους λίθους. Η κάτω σειρά λίθων εισέχει 3,5 εκ. Στα εσωρράχια η κατασκευή δεν είναι ιδιαίτερα επιμελημένη καθώς χρησιμοποιούνται και μικρότεροι λίθοι.
Η λιθοδομή της βόρειας όψης της γέφυρας είναι ανάντι του ποταμού περισσότερο επιμελημένη με πέτρες πελεκητές σχεδόν ορθογώνιου σχήματος, τοποθετημένες σε οριζόντιες σειρές, με χρήση λίγων μικρότερων σαν σφήνες. Αντίθετα στη νότια όψη χρησιμοποιούνται αργοί λίθοι με πολλές μικρότερες σφήνες. Σαν συνδετικό υλικό χρησιμοποιείται ασβεστοκονίαμα.
Η διάβαση είναι στρωμένη με ορθογώνιους λίθους που τοποθετούνται σε σειρές κατά πλάτος. Μεταξύ των λίθων του επάνω τόξου τοποθετούνται σε αποστάσεις έντονα επιμήκεις λίθοι (αρκάδες), που προεξέχουν και οριοθετούν τη διάβαση δίνοντας την εντύπωση χαμηλού στηθαίου.
Το γεφύρι είναι σήμερα απομονωμένο κι έξω από τους σημερινούς δρόμους, αλλά παλιότερα μ' αυτό επικοινωνούσαν με το εμπορικό κέντρο του Τσοτυλίου, όχι μόνο οι κάτοικοι της Μορφής, αλλά και της Αγ. Σωτήρας, Πενταλόφου, Αυγερινού κι άλλων, πιο μακρινών, χωριών της Βόρειας Πίνδου. Το γεφύρι είναι τρίτοξο, κτισμένο σε διεύθυνση από Α. προς Δ. Η αρχιτεκτόνισσα Ευανθία Φωτοπούλου, καταγόμενη από τη Μορφή, δίνει μια πολύ παραστατική περιγραφή του Πετρογέφυρου, στην εργασία της "Τα ιστορικά γεφύρια στο Βοΐο και η αρχιτεκτονική τους", την οποία παραθέτουμε αυτούσια : "Αποτελείται από ένα μεσαίο τόξο μεγαλύτερο από τα δύο πλαϊνά σε ύψος, αλλά περίπου ίσο με άνοιγμα με το ένα από τα δύο. Τα τόξα του είναι κατασκευασμένα αρκετά προσεκτικά με λαξευτούς λίθους. Έχει δύο μεσαία βάθρα με σφηνοειδή διαμόρφωση. Έχει σχετικά μικρό ύψος (μέγιστο ύψος στο μεσαίο τόξο 4,20-4,30 μ.) αλλά πολύ μεγαλύτερο συνολικό μήκος, περίπου τριάντα μέτρα, γιατί η κοίτη τον ποταμού σ' εκείνο το σημείο είναι πολύ πλατειά. Ανάμεσα από τα δύο μεγάλα τόξα του έχει κατασκευασθεί τοξωτό πέρασμα για να επιτρέπει το νερό να περνάει χωρίς να κουράζει πολύ το γεφύρι όταν φουσκώνει το ποτάμι. Η γενική κατασκευή του δυστυχώς δεν έγινε αρκετά ανθεκτική. Εκτός από τα τόξα, το γεφύρι κατασκευάστηκε από φυσικούς λίθους, σχεδόν ακατέργαστους, το συνδετικό υλικό δεν ήταν αρκετά ισχυρό, γι' αυτό παρουσιάζει σήμερα εμφανή φθορά. Το ένα βάθρο τον μάλιστα είχε σκαφθεί τόσο, ώστε σύντομα θα κατέρρεε, αν δεν φρόντιζαν οι Μορφιώτες να κάνουν μία σύντομη ενίσχυση του. Ωστόσο, παρά τη φθορά του, διατηρεί πολύ καλά τη γραφικότητα του και είναι καθαρή η λεπτή και ανάλαφρη μορφή του".
Το γεφύρι συντηρήθηκε το 1965, με τη φροντίδα του τότε προέδρου της κοινότητας Μορφής Βασ. Δανιήλ, με ασβεστοτσίμεντοκονίαμα. Από τότε, το γεφύρι υπέστη, εκτός από τις φθορές από τις καιρικές συνθήκες και το χρόνο, και τις βάρβαρες επιθέσεις από τους, κατά καιρούς, "χρυσοθήρες" που, αναζητώντας χαμένους θησαυρούς, έψαξαν, σκάβοντας ακόμη και πάνω στο γεφύρι. Το, προς τα ανατολικά, ακρόβαθρό του, ιδίως, είναι μισογκρεμισμένο και οι πέτρες βγαλμένες από τη θέση τους και ριγμένες κάτω. Το 1994 υπήρχε πρόθεση των κατοίκων της Μορφής να διορθώσουν τις ζημιές, γιατί το γεφύρι κινδύνευε με μερική κατάρρευση.
Για το ιστορικό της κατασκευής του η Ε. Φωτοπούλου, στην προαναφερθείσα μελέτη της, γράφει ότι το γεφύρι πρέπει να κτίστηκε γύρω στα 1810, χωρίς να μπορεί να το βεβαιώσει, επειδή δεν βρέθηκαν πηγές που να διασταυρώνουν την πληροφορία αυτή. Πιθανότερη φαίνεται η εκδοχή που δίνει ο εξής μύθος (ή ιστορία) που: μας διηγήθηκε ο πρώην πρόεδρος της κοινότητας Μορφής Βασ. Δανιήλ : "Πριν από 350 χρόνια (δηλαδή γύρω στο 1650) ξεκίνησε από τη Μορφή μια χήρα μάνα με τα δύο παιδιά της, τον Πέτρο και, τη Γαλάνω, να πάνε στη Βιέννη γιο να διεκδικήσουν την περιουσία του πατέρα τους, που μόλις είχε πεθάνει. Περνώντας από τον πόρο (δίαβαση), βρήκαν το ποτάμι κατεβασμένο. Ο Πέτρος παρασύρθηκε από τα νερά και το γεφύρι, που χτίστηκε αργότερα με τη φροντίδα της μάνας του, ονομάστηκε στη μνήμη του "Πετρογέφυρο". Σε απόσπαση 600 μέτρων περίπου από το γεφύρι, στις όχθες της Πραμόρτσας, υπήρχε βρύση από την οποία υδρεύονταν οι εργατοτεχνίτες που έκτιζαν τη γέφυρα και η οποία ονομάστηκε βρύση της Γαλάνως. Οι κτίστες, λέγεται, ότι ήταν Τούρκοι". Η πιθανότητα, όμως, να το έκτισαν Τούρκοι, όπως λέει η παραπάνω ιστορία πρέπει να αποκλεισθεί, γιατί ποτέ οι Τούρκοι κατακτητές δεν εξασκούσαν το επάγγελμα του κτίστη, αλλά μόνο του γεωργοκτηνοτρόφου. Ενδεχομένως οι κτίστες να ήταν μόλις εξισλαμισμένοι Έλληνες απο κάποιο χωριό του Βοΐου (αν και οι εξισλαμισμοί στην περιοχή συνέβησαν, κυρίως, γύρω στο 1800), ή να ήταν Αλβανοί Μουσουλμάνοι, οι οποίοι πριν το 1940 κατέβαιναν από την Αλβανία και ασκούσαν το επάγγελμα του κτίστη, μαζί με Βορειοηπειρώτες χριστιανούς Ελληνόφωνους και Αλβανόφωνους.
Η Ε. Φωτοπούλου, στη μελέτη της για τα γεφύρια του Βοΐου, αναφέρει τον ίδιο μύθο σε άλλη εκδοχή, κατά την οποία ο Πέτρος που πνίγηκε στο ποτάμι, ήταν γιος Διλοφίτη (από το παρακείμενο χωριό Δίλοφο) που επέστρεφε από την Κωνσταντινούπολη. Πρέπει να υπάρχει κάποια ιστορική βάση στους μύθους αυτούς. Άλλωστε έχουμε πολλά περιστατικά, κατά τα οποία γεφύρια κτίστηκαν μετά από κάποιο ατύχημα, που κατέδειξε πόσο αναγκαία ήταν η κατασκευή τους.
ΓΕΦΥΡΙ ΡΟΔΟΧΩΡΙ
Λίγα χιλιόμετρα έξω από το Τσοτύλι, κοντά στους οικισμούς Ροδοχωρίου και Κριμηνίου, δύο πεντάτοξα πέτρινα γεφύρια γεφυρώνουν τον ποταμό Πραμόριτσα. Το πρώτο κτίστηκε το 1802 με έξοδα του κ. Παπαστέργιου, ιερέα του Κριμηνίου. Συνέδεε το Κριμήνι και το Ροδοχώρι με το Τσοτύλι, κάτι που εξακολουθεί να κάνει και σήμερα, αφού διέρχεται από πάνω του η επαρχιακή οδός. Η χρονολογία κτίσης του αναγράφονταν σε πέτρα, που βρισκόταν εντοιχισμένη στο κέντρο της μεγάλης καμάρας. Το δεύτερο χτίστηκε πριν το 1890, στη θέση Παλαιομονάστηρο, κοντά στο Ροδοχώρι, με τη χορηγία του Δημητρίου Τσιούκαρη, ενός Ροδοχωρίτη πρωτομάστορα μετανάστη στην Κωνσταντινούπολη.
Αν και έχουν διαφορά «γέννησης» 80 ετών, τα γεφύρια είναι όμοια μεταξύ τους και δεν μοιάζουν με κανένα άλλο γεφύρι. Χτίστηκαν με την ίδια αρχιτεκτονική. Είχαν μήκος 40 – 45 m και αποτελούνταν από πέντε διαδοχικά σε μέγεθος τόξα. Ένα άλλο χαρακτηριστικό τους είναι ότι τα στηθαία τους αντικαταστήθηκαν προπολεμικά με μεταλλικά κιγκλιδώματα, προκειμένου να διαπλατυνθούν και να διέρχονται και οχήματα. Αν και αυτή η παρέμβαση μείωσε την αισθητική τους, ωστόσο είχε σαν αποτέλεσμα τα γεφύρια να παραμείνουν ενεργά ακόμα και σήμερα, σε αντίθεση με τα περισσότερα πετρογέφυρα της περιοχής, τα οποία πέρασαν σε αχρηστία. Ένα άλλο αλλόκοτο που συνδέει τις παράλληλες ζωές τους είναι ότι μεταπολεμικά καταστράφηκε το μεγάλο τόξο τους και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα. Το γεφύρι του Κριμηνίου ανατινάχτηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1947, ενώ το τόξο στο γεφύρι του Τσιούκαρη κατέρρευσε από διάβρωση το 1955. Ίδια λοιπόν μορφή και λειτουργία στη γέννηση, ίδια μορφή και λειτουργία προπολεμικά, ίδια και μεταπολεμικά. Σαν δυο δίδυμα αδέρφια…..
Παρόλο που τα γεφύρια δεν έχουν επισκευαστεί μετά την αντικατάσταση των τόξων τους, το γεφύρι του Τσιούκαρη προβλέπεται να αποκατασταθεί με παράλληλη διαμόρφωση του περιβάλλοντα χώρου, ώστε να είναι πιο επισκέψιμο. Ο Δήμος Τσοτυλίου το έχει εντάξει στο πρόγραμμα «Πίνδος».
ΓΕΦΥΡΙ ΚΡΙΜΙΝΙΟΥ
ΓΕΦΥΡΙ ΧΡΥΣΑΥΓΗΣ & ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ
Το 1853, με αφορμή τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, η μικρή τότε Ελλάδα, άνοιξε τις φυλακές της και έστειλε όλους τους ληστές της στις Οθωμανικές τότε Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία με σκοπό να τις απελευθερώσουνε από τον Οθωμανικό ζυγό. Ντόπιοι και «εισαγόμενοι» ληστές κήρυξαν την «επανάληψη του αγώνος του 1821» και άρχιζαν να επιδίδονται σε λεηλασίες μουσουλμανικών και όχι μόνο περιουσιών προκαλώντας αντίποινα από τους Οθωμανούς. Αυτό φυσικά ούτε τους Ρώσους βοήθησε, ούτε τις άλλες μεγάλες δυνάμεις συγκίνησε οι οποίες σκεπτόμενες ορθολογικά πήραν το μέρος των Οθωμανών και πολέμησαν τη Ρωσία στο λεγόμενο Κριμαϊκό πόλεμο. Τέτοιες ψευτοεπαναστάσεις με ληστές ήταν συνηθισμένο να «οργανώνονται» από τα νεοσύστατα Βαλκανικά κράτη στις αλύτρωτες περιοχές τους, μέχρι τους Βαλκανικούς πολέμους όπου σοβαρεύτηκαν και διεκδίκησαν αποτελεσματικά με οργανωμένους στρατούς αυτά που επιδιώκανε. Οι ψευτοεπαναστάσεις συνήθως διαλύονταν αμέσως και οι ληστές επέστρεφαν στη μητρόπολη με πλήθος από πρόσφυγες να τους ακολουθούν για να αποφύγουν τα αντίποινα. Έτσι έγινε και το 1853 – 1854, όπου εκτός από κάποιους άκαρπους ηρωισμούς πατριωτών όπως του Ζιάκα στο Σπήλαιο Γρεβενών, την περιοχή μας λυμαίνονταν η Σάρα και η Μάρα, σπέρνοντας παντού το φόβο και την ανασφάλεια, εκνευρίζοντας τους Οθωμανούς οι οποίοι δεν ξεσπούσαν πάντα στον υπαίτιο.Αν και η περιοχή μας στο σύνολό της υπέφερε από αυτήν την ιστορία, ένα χωριό βγήκε κερδισμένο. Πρόκειται για τη Χρυσαυγή Βοϊου η οποία κέρδισε ένα πέτρινο γεφύρι. Ήταν Άνοιξη του 1854, οι «εισαγόμενοι» επαναστάτες είχαν ήδη ανακληθεί από την Ελλάδα, και τα ενισχυμένα λόγω της κατάστασης Οθωμανικά αποσπάσματα καταδίωκαν και τους τελευταίους ντόπιους ληστές. Ένας αδίστακτος ληστής από το Πολυνέρι Γρεβενών, ο Νικόλαος Ζάμπρος βρέθηκε σε αρκετά δύσκολη θέση. Το Μαγεριώτικο ρέμα ήταν πολύ πλυμμηρισμένο και δεν μπορούσε να το περάσει. Καταδιωκόμενος, σύρθηκε ως τη Χρυσαυγή όπου ζήτησε – με τον τρόπο που κάνουν οι ληστές- να τον κρύψουν. Οι Χρυσαυγιώτες υπάκουσαν, τον έκρυψαν σε ένα σπίτι και κάνανε τους ανήξερους στους Οθωμανούς που κατέφθασαν. Έτσι ο Ζάμπρος σώθηκε και για να ευγνωμονήσει τους Χρυσαυγιώτες, χρηματοδότησε ένα μεγάλο γεφύρι στο Μαγεριώτικο ρέμα, που ένωνε τη Χρυσαυγή με το Δίλοφο. Λέγεται ότι την επίβλεψη της κατασκευής την έκανε ο ίδιος, κρυμμένος στον παρακείμενο νερόμυλο. Πρωτομάστορας στο κτίσιμο του γεφυριού θεωρείται ο Νικόλαος – Αναγνώστης Παν. Τζιούφα (1824-1892), κτίστης, λεπτουργός, πελεκάνος σιδηρουργός από το Δίλοφο, ο οποίος αναφέρεται ότι είχε κατασκευάσει ο ίδιος και τα εργαλεία του. Υπάρχει επίσης η παράδοση πως οι Χρυσαυγιώτες μαστόροι Ζιούλας και Πούλιος έκτισαν το γεφύρι, ή τουλάχιστον τα στηθαία του.
ΓΕΦΥΡΙ ΚΟΙΛΑΔΙΟΥ
Είναι μικρό γεφύρι στην άκρη του χωριού Κοιλάδι, πάνω στο Τσαβαλεριώτικο ρέμα (από το Τσαβαλέρ, που είναι το παλιό όνομα του χωριού). Το γεφύρι είναι μονότοξο, με ύψος 6,50 μ., πλάτος 2 μ. και μήκος περίπου 15 μ. Πατάει γερά στα βραχώδη πρανή του ρέματος, που στο σημείο εκείνο είναι απότομα και πλησιάζουν πολύ μεταξύ τους. Έχει ψηλό στηθαίο περιτείχισμα και από τις δύο πλευρές, φτιαγμένο με πλάκες βαλμένες όρθια. Το στηθαίο αργότερα καλύφθηκε με τσιμέντο κι' έτσι διατηρήθηκε και δεν καταστράφηκε από τη φθορά του χρόνου, όπως συνέβη σ' άλλα γεφύρια. Τα βάθρα του είναι κτισμένα με πελεκητές πέτρες, με την εξωτερική επιφάνεια τους σε σχήμα ορθογωνίου παραλληλογράμμου, κατά το ανισόδομο σύστημα: Μια σειρά από πέτρες έχει μικρό ύψος και οι επόμενες δύο μεγάλο και το ίδιο ύψος, ώστε να σχηματίζονται οριζόντιοι αρμοί, με το ίδιο πάχος ανά δύο σειρές και διαφορετικό (μικρότερο) στην τρίτη σειρά. Στην τρίτη αυτή σειρά οι πέτρες έχουν μεγαλύτερο μήκος και λειτουργούν σαν ένα είδος συνδέσμου, όπως τα διαζώματα (σενάζια) στην τοιχοποιία. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι οι τεχνίτες που κατασκεύασαν το γεφύρι ήταν πολύ έμπειροι και το πρόσεξαν ιδιαίτερα. Το γεφύρι συνδέει ακόμα και σήμερα το χωριό με τα προς νότο βοσκοτόπια και, ιδίως, με το μεγάλος δάσος από δρυς που αρχίζει λίγο πιο πέρα από το γεφύρι και που είναι ένα από τα μεγαλύτερα στο ορεινό συγκρότημα του Βοΐου. Συνδέει ακόμα το Κοιλάδι με το διπλανό χωριό Ανθούσα. Παλιότερα υπήρχε νερόμυλος κοντά στο γεφύρι όπου οι κάτοικοι των γύρω χωριών άλεθαν τα γεννήματα τους.
Οι σημερινοί κάτοικοι του Κοιλαδίου ήρθαν πρόσφυγες από τον Πόντο και τη Μ.Ασία. Πριν το 1924 το χωριό κατοικούνταν από Ελληνόφωνους Μουσουλμάνους (εξισλαμισμένους Έλληνες) τους λεγόμενους Βαλαάδες. οι οποίοι έφυγαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Έτσι οι σημερινοί κάτοικοι δεν γνωρίζουν τίποτε για το ιστορικό της κατασκευής, του γεφυριού. Και οι γεροντότεροι κάτοικοι της διπλανής Άνθούσας, όμως, δε θυμούνται κάτι σχετικό εκτός από το γεγονός ότι το ρέμα στο σημείο εκείνο παλιότερα (προπολεμικά) έιχε πολύ περισσότερο νερό και ήταν τόπος όπου πήγαιναν το καλοκαίρι για μπάνιο. Διατυπώνουν την υπόθεση ότι το γεφύρι είναι του 19ου αιώνα ή και παλιότερο.
Υπάρχει όμως γραπτή μαρτυρία, στηριζόμενη σε προφορική παράδοση, ότι το γεφύρι κτίστηκε το 1905, από μαστόρους από το γειτονικό χωριό Πολυκάστανο. Ο συνταξιούχος δάσκαλος και συγγραφέας Αλέξανδρος Αδαμίδης έγραψε σε άρθρο του, (υπογραφόμενο με το ψευδώνυμο Βάσος Βέλος) την ιστορία του γεφυριού του Κοιλαδίου. στο περιοδικό "Βοϊακή Ζωή" το 1980, όπως του την διηγήθηκε ένας ηλικιωμένος μάστορας Πολυκαστανιώτης το 1954. Ο πατέρας αυτού του μάστορα ήταν ένας από τους κτίστες του γεφυριού του Κοιλαδίου. Αντιγράφουμε αυτούσια τη διήγηση όπως την απέδωσε η γλαφυρή πέννα του συγγραφέα : "Στο Κοιλάδι, σύρριζα στα σπίτια του χωριού κυλά τα νερά του ένα χείμαρρος, που όταν βρέχει είναι αδιάβατος. Οι Τούρκοι Βαλαάδες του χωριού υπόφερναν πάρα πολύ, γιατί ούτε στα χωράφια τους μπορούσαν να πάνε, ούτε τα πρόβατα τους να περάσουν απέναντι να βοσκήσουν κι ούτε ξύλα να πάνε να κόψουν μπορούσαν. Το ποτάμι στέκονταν απέραστο εμπόδιο στις δουλειές τους. Στα χαμένα έφτιαχναν οι Βαλαάδες πρόχειρα ξύλινα γεφύρια. Το ποτάμι με την πρώτη κατεβασιά του παρέσερνε τα πάντα. Κι όσο οι Βαλαάδες έφτιαχναν ξύλογέφυρες λες κι άλλο τόσο πείσμωνε το ποτάμι. Είδαν κι από είδαν οι Βαλαάδες πως δουλειά δεν γίνεται με τις ξυλογέφυρες, πήγαν στο Πολυκάστανο, που είχε καλούς μαστόρους και συμφώνησαν να τους φτιάξουν ένα πέτρινο γεφύρι. Οι μαστόροι ήρθαν στο Κοιλάδι, άνοιξαν στις δύο άκρες βαθιά θεμέλια και φώναξαν τους Βαλαάδες να θυσιάσουν κάποιο ζώο στα θεμέλιο, το γεφύρι να στεργιώσει. Οι Βαλαάδες δέχτηκαν να θυσιάσουν δυο-τρία κοκκόρια. Τους μαστόρους τους φάνηκε φτωχή η θυσία και τους είπαν: - Αγάδις, μι πειτνάρια γιονφύρ' δε στιργιών'. Γλήγορα θα πεσ' κι θάχιτι πάλι τα Ίδια. - Να σφάξουμι τότι κάνα πρόβατο. Μα κι αυτό το θύμα τους φάνηκε φτωχό. Αυτοί είχαν βάλει στο μάτι τους το τριομηνήτικο μοσχάρι του Χότζα κι είπαν στους Βαλαάδες: - Αγάδις, ούτε θ'κό μας θέλημα είνι, ούτε θ'κό σας ποιο ζώο θα θυσιαστεί στα θεμέλια. Αυτό είναι απαίτηση του στοιχειού τον ποταμού κι αυτό θα μας πει, μόνο που θα πρέπει να περιμένουμε να βρέξει. Κι οι μαστόροι στρογγυλοκάθισαν στο χωριό έτρωγαν κι έπιναν περιμένοντας να βρέξει... Και μια μέρα πον έβρεξε πάρα πολύ μαστόροι και Βαλαάδες κατέβηκαν στο ποτάμι, τέντωσαν τ' αυτιά τους και περίμεναν ν' ακούσουν την προτίμηση του στοιχειού. Το νερό κατρακυλούσε κύματα-κύματα και μούγκριζε και άφριζε στην ορμητική κατεβασιά του. - Ακοΰτι, αγάδις, πώς μουγκρίζ' του πουτάμ'; Μουσχάρ'γυρεύ'του στοιχειό να μερώσ' και να στεργιωσ' του γιουφύρ'. Οι Βαλαάδες τέντωσαν κι αυτοί τ' αντίο τους και τους φάνηκε πώς κάποιο μοσχάρι μούγκριζε στα θολόνερα τον ποταμού. - Είστι τυχιροί που δε γύριψιν καμμιά χανονμ' σα να θυσιάστι. Τϊ να κάνουν οι Βαλαάδες δέχτηκαν να θυσιάσουν μοσχάρι τριομηνίτικο και τέτοιο είχε μόνον ο Χότζας. Ο Χότζας στεναχωρήθηκε μα το χαλάλισε για το καλό του χωριού. Οι μαστόροι θυσίασαν το μοσχάρι στα θεμέλια, το έψησαν στο φούρνο κι έτρωγαν δύο μέρες και σε είκοσι μέρες στήθηκε το γεφύρι, ένα πέτρινο μονότοξο γεφύρι, όπως τόσα άλλα, που ακόμα υπάρχουν. Κι όταν έβρεξε πολύ οι Βαλαάδες ανέβηκαν στο κατάστρωμα του γεφυριού κάθισαν και χάζευαν χαρούμενοι το θολόνερο, που κατρακυλούσε, χωρίς να φοβούνται μια κι εξαγόρασαν το στοιχειό του ποταμού, με το μοσχάρι τον Χότζα. Κι από τότε, από το 1905, μέχρι σήμερα το γεφύρι υπάρχει ανέγγιχτο απ' το χρόνο κι εξυπηρετεί τους κατοίκους".
Η παραπάνω αληθινή ιστορία, που συνέβη πριν 90 χρόνια, φανερώνει πως μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα ήταν διαδεδομένη η δοξασία του δια θυσίας εξευμενισμού, προκειμένου να στερεωθεί ένα γεφύρι. Αυτή ακριβώς τη δοξασία εκμεταλλεύονταν οι έμπειροι κτίστες, οι οποίοι γνώριζαν τις δυσκολίες κατά τη θεμελίωση και .την ανέγερση ενός γεφυριού. Οι δυσκολίες αυτές είχαν περισσότερο σχέση με τη θεμελίωση, την επιτυχία της οποίας οι μαστόροι, στην προκειμένη περίπτωση, προτίμησαν ν' αποδώσουν στο στοιχειό του ποταμού, προκειμένου ν' αποσπάσουν αυτό που ήθελαν από τους απλοϊκούς Βαλαάδες του Κοιλαδίου.
Λίγο πριν από την εκτύπωση του παρόντος, δημοσίευμα του προέδρου της κοινότητας Αγιάσματος Βοΐου (στην οποία ανήκει ο οικισμός Κοιλαδίου) Παύλου Τριανταφυλλίδη, στην εφημερίδα "Δυτική Μακεδονία" της Κοζάνης (αρ. φ. 2223/1-3-1996) επιβεβαιώνει τη χρονολόγηση του γεφυριού στις αρχές του παρόντα αιώνα. Αντιγράφουμε αυτούσιο απόσπασμα από το δημοσίευμα: "Η γέφυρα αυτή κτίστηκε το έτος 1910 από ντόπιους Πολυκαστανιώτες και Ζωνίτες μαστόρους μ' επικεφαλής τον αρχιμάστορα Ευθύμιο Τσιγαρίδα. Για το κτίσιμο, της γέφυρας χρησιμοποιήθηκαν υλικά από τη γύρω περιοχή όπως ασβέστης από την τοποθεσία "Παλιοκούλια" Πολυκαστάνου. Η μεταφορά των υλικών έγινε με ζώα, όπως άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια και η πληρωμή με λίρες από τον τότε Μπέη της περιοχής".